ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Το Κυπριακό ζήτημα αποτελεί τη μακροβιότερη σύγκρουση μετά το παλαιστινιακό και παραμένει ένα άλυτο διεθνές πρόβλημα. Από το 2004 μέχρι και σήμερα, το σημαντικότερο γεγονός που επηρεάζει τις εξελίξεις είναι η ανεύρεση ενεργειακών κοιτασμάτων νοτιοανατολικά της Κύπρου, γεγονός το οποίο αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για το θέμα, αλλά ταυτόχρονα περιέπλεξε περισσότερο το ζήτημα εξαιτίας της αδιαλλαξίας και της επιθετικότητας της Τουρκίας στην διεκδίκηση μεριδίου από τους πόρους των ενεργειακών κοιτασμάτων.

Ιστορική αναδρομ΄ή

Η Κύπρος στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, λόγω της σημαντικής στρατηγικής της θέσης, κατακτήθηκε από τις πιο ισχυρές αποικιακές δυνάμεις της Ανατολικής Μεσογείου. Η τελευταία αποικιακή δύναμη που κατέλαβε το νησί ήταν η Βρετανία το 1878, διαδεχόμενη την Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία είχε κατακτήσει την Κύπρο το 1571, χρονιά που έχουμε την πρώτη παρουσία Τούρκων κατοίκων στο νησί και την απαρχή της δημιουργίας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Κατά τη βρετανική κυριαρχία οι Κύπριοι αρχίζουν σταδιακά να θέτουν το αίτημα τους για εθνική αυτοδιάθεση. Το 1955, εφόσον όλες οι εκκλήσεις τους για αυτοδιάθεση είχαν παραγνωριστεί, οι Ελληνοκύπριοι προχώρησαν σε έναν μαχητικό αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας από τον αποικιακό ζυγό. Η βρετανική Κυβέρνηση, καταά το γνωστό «διαίρει και βασίλευε», ενθαρρύνει την ανάμειξη της Άγκυρας στην Κύπρο. Ο βασικός στόχος της Τουρκίας προς την Κύπρο, ήταν η πολιτική της διχοτόμησης της νήσου με βάση την εθνική καταγωγή και στην δημιουργία δύο χωριστών πολιτικών οντοτήτων, μιας ελληνικής και μιας τουρκικής, καθεμιά από τις οποίες θα προχωρούσε σε πολιτική ένωση με την Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα. Για να το πετύχει αυτό στρατιωτικοί από την Τουρκία δημιούργησαν μυστικές παραστρατιωτικές τουρκοκυπριακές οργανώσεις (ΤΜΤ) με βασική επιδίωξη την εξόντωση Τουρκοκυπρίων που αγωνίζονταν για την προώθηση κοινών κοινωνικών και πολιτικών σκοπών με τους Ελληνοκυπρίους. Το 1958, μετά το ξέσπασμα διακοινοτικών συγκρούσεων και την πρόταση ενός διχοτομικού σχεδίου από τη βρετανική κυβέρνηση, το εθνικό απελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου, υπό την ηγεσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αποδέχτηκε μια λύση περιορισμένης ανεξαρτησίας, (χωριστοί δήμοι, χωριστές εκλογές , αξιώματα με αναλογία 70/30 κλπ), της οποίας οι λεπτομέρειες ρυθμίστηκαν στη Ζυρίχη από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Η λύση αυτή αποδείχτηκε μη λειτουργική διότι την τορπίλιζε συνεχώς η Τουρκοκυπριακή Ηγεσία. Το 1963, οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές στη Βουλή των Αντιπροσώπων απέρριψαν τον προϋπολογισμό, προκαλώντας συνταγματική κρίση. Την περίοδο αυτή μεγάλος αριθμός Τουρκοκυπρίων εγκαταστάθηκαν σε θύλακες, για να επιβάλουν de facto διχοτόμηση στο νησί. Για τον ίδιο σκοπό δολοφονήθηκαν μέλη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, που υποστήριζαν τη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Μάλιστα, όταν τον Αύγουστο του 1964 η κυβέρνηση προσπάθησε να ελέγξει το προγεφύρωμα των Κοκκίνων, η Τουρκική αεροπορία βομβάρδισε την Εθνική Φρουρά και τα πέριξ ελληνοκυπριακά χωριά με βόμβες ναπάλμ και απείλησε εκ νέου να εισβάλει στο νησί. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με το Ψήφισμα 186, (1964), με αίτημα του Προέδρου Μακαρίου, εγκαθιδρύει την Ειρηνευτική Δύναμη Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο (UNFICYP) με σκοπό την αποφυγή της επανάληψης των συγκρούσεων, τη διατήρηση και αποκατάσταση του νόμου και της τάξης και διευκόλυνση της επαναφοράς σε συνθήκες ομαλότητας στην Κύπρο. Η Τουρκία βρήκε την αφορμή να επιβάλει τα διχοτομικά της σχέδια εναντίον της Κύπρου μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που διενήργησε η στρατιωτική χούντα των Αθηνών, κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου. Στις 20 Ιουλίου, 1974 εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο καταλαμβάνοντας πέραν του 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκδιώκοντας τους Ελληνοκύπριους νόμιμους ιδιοκτήτες από τις πατρογονικές τους εστίες. Οι Τουρκοκύπριοι της ελεύθερης Κύπρου μετακινήθηκαν και αυτοί στις κατεχόμενες περιοχές.

Εδώ και 48 χρόνια, η Τουρκία αρνείται να αποσύρει τις παράνομες στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής της από την Κύπρο, οι οποίες την έχουν καταστήσει την πλέον στρατιωτικοποιημένη περιοχή παγκοσμίως. Το Κυπριακό συνιστά, επίσης, χαρακτηριστική περίπτωση παραβίασης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών από την Τουρκία. Συγκεκριμένα, η Τουρκία παραβιάζει τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, των αγνοουμένων και των συγγενών τους, καθώς και των εγκλωβισμένων στο κατεχόμενο τμήμα της νήσου, ενώ συνεχίζει με συστηματικό τρόπο τον παράνομο εποικισμό και την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου.

Το Νοέμβριο 1983, η τουρκική πλευρά προχώρησε σε μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε την παράνομη αυτή μονομερή ενέργεια, ζητώντας την απόσυρσή της και καλώντας όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν ή την ενισχύσουν μέσα από οποιοδήποτε τρόπο.

Συμπέρασμα

Η αδιαλλαξία της τουρκικής πλευράς και οι απόπειρες παρεμπόδισης των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων από πλευράς της έχουν ως αποτέλεσμα, πενήντα περίπου χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, να μην έχει επέλθει ακόμη οριστική λύση, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες της Κύπρου για ειρηνευτική διευθέτηση του ζητήματος, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Το Κυπριακό Ζήτημα παραμένει στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος και αναμένεται να συνεχίσει να απασχολεί την διεθνή πολιτική και στο άμεσο μέλλον, μιας και η επίλυση του δείχνει να απέχει πολύ από την πραγμάτωσή της.



Τουρκική Εισβολή και κατοχή

Η Τουρκία επέβαλε τα διχοτομικά της σχέδια σε βάρος της Κύπρου, μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που διενήργησε η στρατιωτική χούντα των Αθηνών, κατά της εκλεγμένης κυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου. Στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία εισέβαλε στρατιωτικά στην Κύπρο παραβιάζοντας κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας, περιλαμβανομένου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου 1974, με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Την πρώτη αυτή φάση της παράνομης τουρκικής εισβολής ακολούθησε και δεύτερη φάση κατά την οποία καταλήφθηκε η πόλη της Αμμοχώστου. Η Τουρκία έθεσε υπό παράνομη στρατιωτική κατοχή πέραν του 36% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο και κατέχει μέχρι σήμερα.

Ως αποτέλεσμα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και κατοχής, 162.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν και έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα και μέχρι σήμερα εμποδίζονται από τις κατοχικές αρχές να επιστρέψουν στα σπίτια και στις περιουσίες τους.

Μέχρι το τέλος του έτους 1975, η συντριπτική πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων που ζούσαν σε περιοχές ελεγχόμενες από την νόμιμη κυβέρνηση, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μετακινηθούν, ως αποτέλεσμα της εκβιαστικής πολιτικής της Τουρκίας, στο υπό τουρκική κατοχή έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Παράλληλα, η Τουρκία εφάρμοσε από το 1974 συστηματική πολιτική εποικισμού του κατεχομένου τμήματος της Κύπρου με μαζική μεταφορά πέραν των 160000 Τούρκων από την  Τουρκία με στόχο την αλλαγή του δημογραφικού χαρακτήρα και αλλοίωση της πληθυσμιακής ισορροπίας στο νησί . Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με την εκδίωξη των Ελληνοκυπρίων κατοίκων της περιοχής, την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς και την παράνομη αλλαγή των γεωγραφικών τοπωνυμίων στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, στοχεύει στην εξάλειψη κάθε ελληνικού και χριστιανικού στοιχείου που υπήρχε για αιώνες και εν τέλει στην τουρκοποίηση της περιοχής.

Με στόχο την  διχοτόμηση και τον εθνικό διαχωρισμό στο νησί, στις 15 Νοεμβρίου 1983 το κατοχικό καθεστώς προχώρησε σε μονομερή αποσχιστική ανακήρυξη της  καλούμενης από αυτό «Τουρκικής δημοκρατίας της βορείας Κύπρου», πράξη η οποία καταδικάστηκε από την διεθνή κοινότητα ως παράνομη και νομικά άκυρη.

Από ανθρωπιστική άποψη, η πιο τραγική συνέπεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 είναι οι αγνοούμενοι. Κατά και μετά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από τον Τούρκους στρατιώτες και παραστρατιωτικούς, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες του τουρκικού στρατού. Επιπρόσθετα, πάνω από 2000 αιχμάλωτοι πολέμου είχαν μεταφερθεί παράνομα και κρατηθεί σε φυλακές στην Τουρκία. Κάποιοι από αυτούς εξακολουθούν να αγνοούνται. Εκατοντάδες άλλοι Ελληνοκύπριοι, τόσο στρατιώτες όσο και πολίτες (περιλαμβανομένων ηλικιωμένων, γυναικών και παιδιών) εξαφανίστηκαν σε περιοχές υπό τουρκική κατοχή και μέχρι σήμερα αγνοείται η τύχη τους.

Το Κυπριακό ζήτημα έχει ιστορικές ρίζες στον Ελληνισμό και επί μέρους, εσωτερικές και εξωτερικές, παραμέτρους. Από την παράνομη τουρκική εισβολή το 1974 και την κατάπτυστη κατοχή μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Κυπριακό έχει πάρει διαστάσεις διεθνούς ζητήματος καθώς είναι άμεση παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και πληθώρας Αποφάσεων των Ηνωμένων Εθνών.


Στόχος η επανένωση

Στόχος είναι η επίτευξη συνολικής και βιώσιμης λύσης σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη και τα σχετικά ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών η οποία θα οδηγεί στη μετεξέλιξη του ενιαίου κράτους σε μια δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία με μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα με πολιτική ισότητα όπως αυτή ορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.

Η λύση πρέπει να προνοεί την πλήρη αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, την κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων, την αποχώρηση των εποίκων και να διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες όλων των Κυπρίων. Θα πρέπει περαιτέρω να εγγυάται την ενότητα του κράτους, των θεσμών, της κοινωνίας και της οικονομίας, να συνάδει με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και να σέβεται πλήρως τις αρχές επί των οποίων εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όραμα  είναι μια ελεύθερη και επανενωμένη Κύπρος, κοινή πατρίδα Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων,  η οποία να αποτελεί πρότυπο ειρηνικής συμβίωσης και ευημερίας του συνόλου των πολιτών της και πυλώνα σταθερότητας, ειρήνης και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού.

Διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού διεξάγονται από το 1975 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στη βάση των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας καθώς και των δύο Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου. Η πρώτη Συμφωνία υπογράφτηκε το 1977 από τον Πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντεκτάς και ήταν αυτή που έθεσε τις κατευθυντήριες γραμμές για τις μετέπειτα διαπραγματεύσεις. Στόχος ήταν η εγκαθίδρυση ανεξάρτητης, διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με μια κεντρική κυβέρνηση, η οποία θα είχε ενισχυμένες εξουσίες που θα διασφάλιζαν την ενότητα της χώρας. Η δεύτερη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου, η οποία συνομολογήθηκε το 1979 μεταξύ του Προέδρου Σπύρου Κυπριανού και του Ραούφ Ντενκτάς συμπεριέλαβε στις πρόνοιες της τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών, την αποστρατιωτικοποίηση καθώς και ικανοποιητικές εγγυήσεις της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας. Προέβλεπε ακόμη να δοθεί προτεραιότητα στο θέμα της επιστροφής της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της.

Το 1994 ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης και ο Ραούφ Ντενκτάς συναντήθηκαν στη Νέα Υόρκη για συνομιλίες χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας.

Από τον Δεκέμβριο του 1999 μέχρι τον Νοέμβριο του 2000 πραγματοποιήθηκαν πέντε γύροι συνομιλιών χωρίς ούτε και αυτή τη φορά να υπάρξει πρόοδος λόγω της εμμονής του Τουρκοκύπριου ηγέτη να αναγνωριστεί το παράνομο μόρφωμα των κατεχομένων ως ξεχωριστό, κυρίαρχο κράτος.

Στις 16 Ιανουαρίου 2002, άρχισαν απευθείας συνομιλίες μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, χωρίς όμως και πάλι να σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος.

Στις 10 Μαρτίου 2003, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών κάλεσε τον νέο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσο Παπαδόπουλο και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη σε συνομιλίες στη Χάγη κατά τις οποίες τους ζητήθηκε να εξετάσουν επίσης το ενδεχόμενο να θέσουν το σχέδιο σε χωριστά δημοψηφίσματα. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος συμφώνησε με την προϋπόθεση ότι το σχέδιο θα πρόσφερε ένα νομικό πλαίσιο που θα διασφάλιζε λειτουργική και διαρκή λύση και ότι τα θέματα ασφάλειας θα επιλύονταν μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, με την υποστήριξη της Τουρκίας, απέρριψε το σχέδιο και αρνήθηκε να το θέσει σε δημοψήφισμα. Ως αποτέλεσμα, οι συνομιλίες ναυάγησαν.

Το 2004 συμφωνήθηκε στη Νέα Υόρκη η επανέναρξη ουσιαστικών συνομιλιών στη βάση του δεύτερου αναθεωρημένου Σχεδίου του Γενικού Γραμματέα, αποσκοπώντας σε συμφωνία για ένα τελικό κείμενο.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ κατέθεσε το τελικό κείμενο στις δύο πλευρές στις 31 Μαρτίου 2004. Στις 24 Απριλίου 2004 διενεργήθηκαν χωριστά δημοψηφίσματα στις δύο κοινότητες. Με ποσοστό 64.9% οι Τουρκοκύπριοι ενέκριναν το σχέδιο ενώ με καθαρή πλειοψηφία του 75,8% οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν.

Το «όχι» των Ελληνοκυπρίων δεν ήταν απόρριψη της επανένωσης του νησιού η οποία παραμένει ο πρωταρχικός στόχος. Ήταν η έκφραση πραγματικών ανησυχιών για ένα Σχέδιο με σοβαρά μειονεκτήματα. Οι ανησυχίες αφορούσαν κυρίως στο ότι το Σχέδιο δεν προέβλεπε την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο ούτε καταργούσε το δικαίωμα ξένων δυνάμεων για μονομερή επέμβαση, δεν πρόσφερε επαρκείς εγγυήσεις για την υλοποίηση των δεσμεύσεων της κάθε πλευράς, δεν προέβλεπε την αποχώρηση Τούρκων εποίκων από την Κύπρο (αντίθετα νομιμοποιούσε το διεθνές αυτό έγκλημα καθώς και τη μόνιμη εισροή εποίκων από την Τουρκία), δεν διασφάλιζε τη λειτουργικότητα του κράτους χωρίς αδιέξοδα ή περιορισμούς στην ψήφο με βάση την εθνικότητα, δεν διασφάλιζε το δικαίωμα όλων των Κυπρίων να αποκτήσουν περιουσία και να ζήσουν στον τόπο της επιλογής τους χωρίς αριθμητικούς περιορισμούς, το σύστημα ανάκτησης περιουσίας δεν αναγνώριζε τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους το 1974, ενώ το σύστημα αποζημιώσεων προέβλεπε οι ίδιοι οι Ελληνοκύπριοι να χρηματοδοτήσουν την αποκατάστασή τους.

ΟΙ συναντήσεις των αρχηγών των δύο κοινοτήτων συνεχίστηκαν διαδοχικά τα έτη 2004, 2005, 2008, 2012, 2014 και 2017. Όλες οι συνομιλίες κατέληξε σε αδιέξοδο λόγω της επιμονής της Τουρκίας για μόνιμη παρουσία στρατευμάτων στην Κύπρο και για διατήρηση των επεμβατικών της δικαιωμάτων.

Στις 27 -29 Απριλίου 2021 ο ΓΓ του ΟΗΕ συγκάλεσε την άτυπη συνάντηση 5+1 για την Κύπρο, στη Γενεύη με στόχο την επίτευξη διεξόδου για την επανέναρξη διαδικασίας απευθείας συνομιλιών για λύση του κυπριακού. Δυστυχώς η άρνηση της Τουρκίας να δεσμευθεί σε μια βάση λύσης δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα τορπίλισε πάλι τις επαφές.

Επιπλέον, η Τουρκία προχώρησε στη δημιουργία νέων τετελεσμένων στις κατεχόμενες περιοχές, ανακοινώνοντας στις 23 Ιουλίου περαιτέρω παράνομες ενέργειες επικοισμού στα Βαρώσια οι οποίες παραβιάζουν τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Οι ενέργειες αυτές καταδικάστηκαν όπως ήταν φυσικό από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών

Η μακροχρόνια συνεργασία και ο αποτελεσματικός συντονισμός Ελλάδας και Κύπρου, αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα εξεύρεσης συνολικής, αμοιβαία αποδεκτής, δίκαιης και βιώσιμης λύσης του κυπριακού ζητήματος.


Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε